ἐκδύς

ἐκδύς
ἐκδύ̱ς , ἐκδύω
take off
aor part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκδύω — και εκδύνω και εκγδύνω (AM ἐκδύω και ἐκδύνω) 1. αφαιρώ τα ρούχα ή το περίβλημα, γδύνω 2. αποστερώ 3. μέσ. γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου αρχ. μσν. χάνω, αποβάλλω μσν. 1. ληστεύω, λεηλατώ 2. (για πλοία) ξαρματώνω 3. (για πόλη) αδειάζω 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”